μεταπηδᾷ

μεταπηδᾷ
μεταπηδάω
leap from one place to another
pres subj mp 2nd sg
μεταπηδάω
leap from one place to another
pres ind mp 2nd sg (epic)
μεταπηδάω
leap from one place to another
pres subj act 3rd sg
μεταπηδάω
leap from one place to another
pres ind act 3rd sg (epic)
μεταπηδάω
leap from one place to another
pres subj mp 2nd sg
μεταπηδάω
leap from one place to another
pres ind mp 2nd sg (epic)
μεταπηδάω
leap from one place to another
pres subj act 3rd sg
μεταπηδάω
leap from one place to another
pres ind act 3rd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεταπήδα — μεταπήδᾱ , μεταπηδάω leap from one place to another pres imperat act 2nd sg μεταπήδᾱ , μεταπηδάω leap from one place to another pres imperat act 2nd sg μεταπήδᾱ , μεταπηδάω leap from one place to another imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταπηδᾶι — μεταπηδᾷ , μεταπηδάω leap from one place to another pres subj mp 2nd sg μεταπηδᾷ , μεταπηδάω leap from one place to another pres ind mp 2nd sg (epic) μεταπηδᾷ , μεταπηδάω leap from one place to another pres subj act 3rd sg μεταπηδᾷ , μεταπηδάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταπηδᾶν — μεταπηδάω leap from one place to another pres part act masc voc sg (doric aeolic) μεταπηδάω leap from one place to another pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) μεταπηδάω leap from one place to another pres part act masc nom sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

  • αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • αγωγιμότητα — Η ιδιότητα ορισμένων σωμάτων να μεταφέρουντον ηλεκτρισμό ή τη θέρμανση.ειδική. α.Το αντίστροφο της ειδικής αντίστασης. Αναφέρεται στο υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένος ένας αγωγός και μετριέται σε μονάδες Ω 1 · mm 2 · m ή S · mm 2 · m,… …   Dictionary of Greek

  • αποβαίνω — (AM ἀποβαίνω) 1. καταλήγω, καταντῶ 2. καθίσταμαι, γίνομαι, αποδεικνύομαι αρχ. 1. αποβιβάζομαι 2. φεύγω, αναχωρῶ 3. (για πρόσωπα) καταντῶ, γίνομαι 4. (για ελπίδες) αποτυγχάνω, διαψεύδομαι 5. επιτυγχάνω 6. πραγματοποιοῡμαι, επαληθεύω 7. (μτβ.)… …   Dictionary of Greek

  • γεωφυσική — Η επιστήμη που μελετά τις φυσικές ιδιότητες της Γης. Είναι χωρίς αμφιβολία ένας από τους αρχαιότερους κλάδους των ανθρώπινων γνώσεων, γιατί τα φυσικά φαινόμενα πάντα προκαλούσαν ενδιαφέρον και δέος στον άνθρωπο. Παρ’ όλα αυτά, η γ. εξελίχθηκε… …   Dictionary of Greek

  • ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… …   Dictionary of Greek

  • μεταβάτης — μεταβάτης, o (ΑM) [μεταβαίνω] μσν. 1. αυτός που μετακινείται από το ένα μέρος στο άλλο 2. μτφ. αποστάτης 2. εκκλ. επίσκοπος που μετατίθεται αντικανονικά από μία επισκοπή σε άλλη αρχ. ιππέας που μπορεί να μεταπηδά από το ένα άλογο στο άλλο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”